- εγκαιροφλεγής
- ης, ες воен, дистанционный (о трубке, снаряде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκαιροφλεγής — ές και εγκαιρόφλεκτος, η, ο αυτός που αναφλέγεται εύκολα, την κατάλληλη στιγμή … Dictionary of Greek
εγκαιροφλεγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που αναφλέγεται στην κατάλληλη στιγμή (για οβίδα που ρυθμίζεται κατάλληλα, ώστε να αναφλέγεται σε ορισμένο σημείο της τροχιάς της) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)